εὐφυέστατοι

εὐφυέστατοι
εὐφυής
well-grown
masc nom/voc superl pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • γελωτοποιός — Με τη λέξη αυτή αναφέρονται συνήθως οι κωμικοί ηθοποιοί που από τον Μεσαίωνα και την Αναγέννηση διασκέδαζαν στις διάφορες αυλές της δυτικής Ευρώπης τους άρχοντες με αστεία, πειράγματα και κάθε είδους τεχνάσματα. Αλλά οι γ.(και μάλιστα με την ίδια …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”